- πεπολέμηκα
- πολεμέωto be at warperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπολεμήκασι — πεπολεμήκᾱσι , πολεμέω to be at war perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολεμήκασιν — πεπολεμήκᾱσιν , πολεμέω to be at war perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολέμηκ' — πεπολέμηκα , πολεμέω to be at war perf ind act 1st sg πεπολέμηκε , πολεμέω to be at war perf imperat act 2nd sg πεπολέμηκε , πολεμέω to be at war perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)